Σίγουρα κάθε ψαρευτική τεχνική έχει τις δικές της παραλλαγές ως προς τον τρόπο που την εφαρμόζουμε. Η βασική αρχή ενδεχομένως να είναι η ίδια, αλλά η εκτέλεση διαφέρει από τόπο  σε τόπο. Μέσα από τις αλιευτικές εμπειρίες διαφόρων ψαράδων προστέθηκαν ή αφαιρέθηκαν πράγματα και δημιουργήθηκαν παραλλαγές γύρω από κάθε τεχνική. Σήμερα όταν μιλούμε για μια τεχνική, ο καθένας μπορεί να την αντιλαμβάνεται διαφορετικά ανάλογα κυρίως με ποιους ψαράδες συναναστρέφεται ή από πού πήρε πληροφορίες για τη συγκεκριμένη τεχνική, όπως για παράδειγμα καλή ώρα περιοδικά ή διαδίκτυο. Αυτή τη διαπίστωση θα την κάνει κάποιος αν παρατηρήσει λίγο τις αγοραστικές συνήθειες των πελατών σε διάφορα καταστήματα αλιείας.

Έτσι, λοιπόν, βάσει αυτής της παρατήρησης πρόσεξα ότι η τεχνική του φύλακα έχει αρκετές παραλλαγές. Από Κύπρο μέχρι Ελλάδα, από Αγία Νάπα μέχρι Πάφο.

 

Στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα όταν μιλάνε για μολύβι φύλακα εννοούν καλάμι ελαφρύ, το οποίο μπορεί ο ψαράς να κρατάει στο χέρι του καθ’ όλη τη διάρκεια του ψαρέματος. Το καλάμι αυτό μπορεί να είναι από 12άλιβρο μέχρι 20-30 λίβρες, αν και τις περισσότερες φορές το ζητούμενο είναι παραβολικά ή καλύτερα προοδευτικά καλάμια. Σε αυτά τα καλάμια που συνήθως είναι 2,20-2,40μ προτιμούν να βάζουν μικρά, ισχυρά μηχανάκια, τα οποία δεν βαραίνουν το όλο στήσιμο αλλά μπορούν να παλεύουν μεγάλα θηράματα. Το μολύβι που χρησιμοποιείται είναι συνήθως από 280 γραμμάρια μέχρι 500 γραμμάρια σε παράμαλλο της μιας οργιάς. Η ευαισθησία του καλαμιού παίζει σημαντικό ρόλο στο να αντιλαμβάνεσαι όλα τα τσιμπήματα. Η τεχνική στην Ελλάδα είναι ότι, όταν πατώσει το μολύβι, το μαζεύουν για να είναι πάνω από το βυθό και προσπαθούν να κρατήσουν το σκάφος πάνω από τον τόπο. Το δόλωμα είναι πάντοτε ζωντανό και θέλουν να το αφήνουν να κολυμπάει στην περιοχή, όπου υπάρχουν ψάρια. Το παράμαλλο πίσω από το μολύβι μπορεί να είναι από 8-20 μέτρα ή δέκα περίπου οργιές. Το μυστικό στην Ελλάδα είναι ότι το σκάφος πρέπει να βρίσκεται συνεχώς πάνω από τον ψαρότοπο που κολυμπούν τα ψάρια και το δόλωμα ζωντανό από κάτω. Κάποιοι μπορεί να νομίζουν ότι στην Ελλάδα το ψάρεμα με φύλακα γίνεται σε πιο ρηχές περιοχές. Δυστυχώς, όμως, και στην Ελλάδα η μάστιγα των νυχτερινών ‘μπουκαλάκηδων’ έχει σπρώξει τους ψαράδες σε βαθύτερες περιοχές. Επίσης, πέραν από τα μαγιάτικα και τις συναγρίδες, οι ψαράδες επιδιώκουν να ψαρεύουν και φαγκριά, τα οποία είναι σε βάθη πέραν των εξήντα μέτρων. Το ψάρεμα δεν είναι κουραστικό, καθώς, επειδή το σκάφος είναι σχεδόν ακινητοποιημένο πάνω από τον τόπο, δεν απαιτείται μεγάλο βάρος για να πάρουν το δόλωμά τους στο βυθό.

  

Στην Κύπρο

Στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά την εισαγωγή και χρήση των ηλεκτρικών μηχανών, η τεχνική αυτή έχει διαφοροποιηθεί. Αρκετοί ψαράδες χρησιμοποιούν ηλεκτρικές μηχανές με σκληρά καλάμια και μεγάλα μολύβια από ένα μέχρι δύο κιλά. Με το μεγάλο μολύβι επιτυγχάνουν κάθετη τοποθέτηση του βάρους με τη μύτη του καλαμιού, ενώ το δόλωμα ρυμουλκείται από πίσω. Το σκληρό καλάμι αντέχει στο μεγάλο βάρος και αφού πάρει μια καμπύλωση, μένει εκεί μέχρι να υπάρξει διαφοροποίηση στο βάρος από τσίμπημα. Με τη χρήση της ηλεκτρικής μηχανής ο ψαράς δεν διαδραματίζει και μεγάλο ρόλο, καθώς σε πιθανό τσίμπημα με το πάτημα ενός κουμπιού το ψάρι θα ανέβει στην επιφάνεια.

Παρά το ότι το ψάρεμα είναι ξεκούραστο και μπορείς να ψαρέψεις σε μεγάλο βάθος, εντούτοις το πρόβλημα είναι ότι ‘δεν ψαρεύεις‘, απλώς παρακολουθείς και η μάχη με το ψάρι είναι άνιση. Άσε που αρκετές φορές τα ψάρια σκίζονται! Αυτή η μέθοδος πιο πολύ μοιάζει με τη μέθοδο του downrigger, με τη διαφορά ότι στο downrigger όταν πιαστεί το ψάρι, ο ψαράς παλεύει με αυτό με κανονικό μηχανισμό και καλάμι. Ωστόσο, για πολύ μεγάλα βάθη ίσως να είναι η μοναδική λύση, ούτως ώστε να μην σου βγαίνουν τα χέρια! Επίσης με τη μέθοδο αυτή, επειδή δεν χρειάζεται να κρατάς το καλάμι, δίνεται η δυνατότητα σε ένα άτομο να ψαρεύει μόνο του, αφού το μόνο που έχει να κάνει είναι να συγκεντρωθεί στο τιμόνι και το βυθόμετρο.

Την Ελλαδική μέθοδο την χρησιμοποιούν και αρκετά άτομα στην Κύπρο, κυρίως το τελευταίο διάστημα. Με πιο ευαίσθητα καλάμια και μικρότερα βάρη προσπαθούν να περάσουν πάνω από τους τόπους με μικρή ταχύτητα. Η κύρια παραλλαγή είναι το γεγονός ότι στην Κύπρο ρυμουλκούν με σταθερή ταχύτητα το δόλωμα, ενώ στην Ελλάδα είτε πάνε με το ρεύμα είτε αφήνουν το δόλωμα να κολυμπάει κάτω από το σκάφος. Οι μεγάλοι μηχανισμοί, τους οποίους όλοι αναζητούσαν πριν από λίγο καιρό, τώρα αντικαταστάθηκαν με μικρότερους, ελαφρύτερους και δυνατότερους μηχανισμούς. Ο ψαράς σε αυτή την περίπτωση πρέπει να έχει ο ίδιος άμεση επαφή με το βυθό και να μπορεί να ανιχνεύει τα τσιμπήματα. Ακόμη μια  διαφορά μας με την Ελλάδα είναι το γεγονός ότι στην Ελλάδα χρησιμοποιούν και ζωντανά ψάρια, ενώ στην Κύπρο έχουμε περιοριστεί σε ζωντανά και νωπά μαλάκια. Με αυτή τη μέθοδο, ο ψαράς προτιμάει τη χρήση νήματος για περισσότερη αμεσότητα, ενώ για να εφαρμοστεί με επιτυχία πρέπει το σκάφος να έχει δυνατό καπετάνιο.

Βλέπετε, ο ψαράς με το καλάμι ναι μεν ψαρεύει, αλλά αν δεν περάσει το δόλωμα πάνω από το σημείο με τα ψάρια, τότε είναι δύσκολο να πετύχει τσίμπημα. Η συνεργασία των δύο πρέπει να είναι συνεχής. Ο ένας βλέπει το βυθόμετρο, καθοδηγεί το σκάφος και ενημερώνει εκείνον που κρατάει το καλάμι. Τον ενημερώνει πότε έχει ανεβάσματα ο βυθός για να μαζέψει, πότε κατεβάσματα για να αφήσει, πότε βλέπει ψάρι και διάφορες άλλες λεπτομέρειες που βλέπει στο βυθό.

Τώρα, αν αναρωτιέστε ποια μέθοδος είναι η καλύτερη, δύσκολη απάντηση. Εξαρτάται τι επιθυμεί και τι επιδιώκει ο καθένας. Αν θέλω ξεκούραστο ψάρεμα, αν θέλω πολύωρο ψάρεμα και αρκετοί άλλοι παράγοντες. Η αρχή είναι σχεδόν η ίδια, τώρα στο θέμα παραλλαγής ο καθένας επιλέγει αυτό που του αρέσει.