του Χαραλάμπη Σταύρου

 

Μιας και έχουν γραφτεί μπόλικα άρθρα για το ψάρεμα με τεχνητά δολώματα, είναι πιστεύω καιρός να γραφτεί και κάτι για το ψάρεμα με ζωντανό δόλωμα με τη χρήση φελλού, μιας και είναι ιδιαίτερα αποδοτικό στον τόπο μας. Είχα ξανακάνει αναφορά σε αυτό το είδος ψαρέματος σε άλλα μου άρθρα, στα οποία όμως δεν δώσαμε και πολύ σημασία στη λεπτομέρεια, γι’ αυτό κι αποφάσισα να γράψω ένα άρθρο αποκλειστικά για το συγκεκριμένο ψάρεμα.

Το ψάρεμα με φελλό είναι φαινομενικά πιο δύσκολο από αυτό του πατοτού αλλά όταν το συνηθίσει κανείς, τότε γίνεται πιο εύκολο και ακόμη πιο αποδοτικό.

Το συγκεκριμένο ψάρεμα, λοιπόν, λόγω του ότι είναι ποικιλόμορφο, θα το χωρίσουμε σε τρεις κατηγορίες

  1. Ψάρεμα με σταθερό φελλό με το δόλωμα μας να κινείται στον αφρό, 
  2. Με ελαφρύ συρόμενο φελλό για την πέστροφα, την τιλάπια και την πέρκα στα μεσόνερα, και εν τέλει, 
  3. Σε ψάρεμα με βαρετούς φελλούς για μεγάλα αρπακτικά, όπως η τούρνα και το ζάντερ στα βαθιά.

Σε αυτό το άρθρο θα δώσουμε περισσότερη έμφαση στο ψάρεμα στον αφρό, με σταθερό φελλό για πέστροφες και λαβράκια ενώ στο επόμενο τεύχος θα δούμε τις άλλες δύο τεχνικές μαζί.


Είναι λογικό πως όλα τα αρπαχτικά θα τα βρούμε εκεί που συχνάζει και το θήραμα τους, συνήθως από μεσαίου μέχρι μεγάλου βάθους νερά, δροσερά και πλούσια σε οξυγόνο, όπου θα ψαρέψουμε με συρόμενο φελλό για να φτάσουμε στο αναγκαίο βάθος. Ωστόσο, όταν έρθει η ώρα για το μικρόψαρο να πλησιάσει κοντά στην όχθη, θα ακολουθήσει από πίσω του και ο κυνηγός κι εκεί ακριβώς είναι που χρειάζεται ο σταθερός φελλός, με το δόλωμα μας να κολυμπάει λίγο κάτω από την επιφάνεια.

Στην περίπτωση του ζάντερ και της πέστροφας δε δεν είναι μόνο το θέμα της τροφής αλλά και της θερμοκρασίας του νερού, αφού αυτά τα ψάρια αρέσκονται σε χαμηλές θερμοκρασίες και σε νερό πλούσιο σε περιεκτικότητα οξυγόνου, το οποίο βρίσκεται στα χαμηλότερα στρώματα του φράχτη, σε βάθη από 10 με 20 μέτρα και κάτω, αναλόγως πάντοτε με τη δομή και τον όγκο του νερού του φράγματος.


Η επιλογή του σωστού σημείου είναι ο νούμερο ένα παράγοντας σε όλα τα ψαρέματα. 

Αυτό του φελλού δεν θα μπορούσε να είναι εξαίρεση, οπότε ποια είναι τα κριτήρια για μια σωστή επιλογή σημείου;

Για το λαβράκι και την τούρνα θα ψάξουμε για σημεία όπου τα ξέβαθα διαδέχονται από βαθιά κοψίματα, όπως είναι οι περιοχές δεξιά και αριστερά του πάγκου του φράχτη, ή ακόμη και πάνω στον ίδιο τον πάγκο. Σημεία που έχουν πολύ πυκνούς καλαμιώνες ή άλλη βλάστηση. Εκεί που ο καλαμιώνας συναντάει το νερό, εκεί ακριβώς στα όρια του κρύβονται τα μεγάλα λαβράκια. Κορμοί από κομμένα δέντρα, μεγάλοι θάμνοι και γενικώς, οποιασδήποτε μορφής δομή που θα μπορούσε να προσφέρει καλή κάλυψη για τα αρπαχτικά, ώστε να μπορούν να κρυφτούν και να κυνηγήσουν, είναι σημάδι ότι η περιοχή θα κρατάει καλά ψάρια.

Ένα άλλο σημάδι που ποτέ δεν κάνει λάθος είναι η περίπτωση, κατά την οποία παρατηρούμε ότι μια περιοχή κρατά πολύ μεγάλα κοπάδια από ηλιόψαρα ή μικρές πέρκες. Τότε, μπορούμε να υποθέσουμε πως το σημείο θα κρατά διαρκώς και πολλά αρπαχτικά. Εμείς, απλώς, θα πρέπει να ψάξουμε εκεί γύρω, να εντοπίσουμε πιθανά σημεία ενέδρας που συνήθως θα είναι η εναλλαγή στο βάθος του βυθού... μην πάτε να ρίξετε απευθείας εκεί που βρίσκονται τα μικρόψαρα, διότι για να κάθονται εκεί τόσο ήσυχα σημαίνει πως τίποτα δεν τα ενοχλεί. Ψάξτε για τα σημεία όπου θα δείτε τα μικρόψαρα να αραιώνουν, να είναι ανήσυχα και να κινούνται με σπασμωδικές κινήσεις. Εκεί κάπου γύρω θα βρείτε και τα πιθανά σημεία ενέδρας του αρπαχτικού.

Για την πέστροφα το βασικότερο κριτήριο και πάλι είναι η αβαθής ζώνη, η οποία διαδέχεται από βαθιά νερά, αν και κατά τις απογευματινές ώρες θα τη βρούμε και μέσα σε αβαθείς κολπίσκους. Ο καλαμιώνας ή η όποια βλάστηση και πάλι θα τραβήξει ψάρια κοντά, οπότε αν εντοπίσουμε ένα τέτοιο σημείο αξίζει να το δοκιμάσουμε. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, εάν ψαρεύουμε μέσα του χειμώνα, το δόλωμα θα το ρίξουμε σχεδόν μπροστά μας κυριολεκτικά στα 2 με 4 μέτρα από την όχθη. Σε περίπτωση όμως που ψαρεύουμε σε κάποιο ανοικτό και ξέβαθο κόλπο, θα ρίξουμε και πιο μέσα, ειδικά αν εντοπίσουμε κάποια ένδειξη ότι υπάρχει δραστηριότητα από ψάρια σε ανοιχτά νερά.

Εάν θα εξορμήσουμε κατά τους ανοιξιάτικους, καλοκαιρινούς ή φθινοπωρινούς μήνες είτε για πέστροφα είτε για ζάντερ, θα χρειαστεί να ψάξουμε τα ψάρια με συρόμενο φελλό, σε σημεία με πολύ βάθος, όπου μπορούμε να πλησιάσουμε στο επίπεδο τμήμα του βυθού του φράγματος. Τέτοια σημεία, ασφαλέστατα, μπορούμε να βρούμε κοντά στον πάγκο του φράγματος, ή στην περίπτωση που ο πάγκος είναι φτιαγμένος από κάθετα χτισμένο τοίχο, όπως είναι αυτός στο Παλαιχώρι, τότε μπορούμε να ρίξουμε απευθείας από κάτω μας. Εκεί θα βρούμε τα βαθύτερα σημεία του φράγματος και εννοείται και ψάρια. Επίσης, εάν υπάρχει κάποιο απότομο κόψιμο κοντά στη γραμμή του ποταμού, και πάλι αξίζει τον κόπο να δοκιμάσουμε. Θα πούμε και άλλα πολλά γι’ αυτό το ψάρεμα με το συρόμενο φελλό, στο επόμενο όμως τεύχος του περιοδικού.

Φελλοί:

Σήμερα στο παζάρι υπάρχει τεράστια ποικιλία από φελλούς, εμείς όμως για αρχή θα χρησιμοποιήσουμε στάνταρ μεγέθους διαφανείς «φελλούς του αφρού», τους οποίους είτε θα γεμίσουμε με νερό ως ένα σημείο είτε θα τους αφήσουμε εντελώς άδειους αναλόγως με τις συνθήκες που θα συναντήσουμε εκεί που θα κατέβουμε να ψαρέψουμε και αναλόγως του μέγεθος του δολώματος μας.

Θα προσθέσουμε νερό, τόσο όσο να μην μπορεί το δόλωμα μας να τραβήξει κάτω το φελλό αλλά να βυθίζεται εύκολα όταν χτυπήσει η πέστροφα.

Γιατί διαφανή και όχι οποιοδήποτε άλλο φελλό;

Διότι, αν χρειαστεί να ψαρέψουμε με μόλις ενός μέτρου παράμαλλο κι αν ο φελλός έχει χρώμα μέχρι ενός βαθμού ίσως γίνει αντιληπτός από το αρπαχτικό και να μην πάρει το δόλωμά μας. Μου έχει τύχει αρκετές φορές να βγαίνει η πέστροφα να κυνηγήσει το δόλωμά μου και μετά από δυο στροφές γύρω από το φελλό να φεύγει απότομα προς τα κάτω. Αλλά, στην περίπτωση που κυνηγάμε λαβράκια ή τούρνες το φαινόμενο αυτό δεν είναι τόσο έντονο και μπορούμε να βάλουμε ό, τι χρώμα φελλό νομίζουμε. Ωστόσο, με τους διαφανείς είσαι σίγουρος πως δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα.

Τα καλάμια που θα πάρουμε μαζί μας σε αυτό το ψάρεμα δεν αποτελούν κάτι το ιδιαίτερο. Δεν χρειάζονται πολλά έξοδα, ούτε πολλά και διάφορα καλάμια, εξάλλου οι κανονισμοί του ΤΑΘΕ μας επιτρέπουν το ψάρεμα μόνο με ένα καλάμι.

Τα καλάμια που αρμόζουν για το εν λόγω ψάρεμα είναι πολλά. Προσωπικά, έχω βρει πως με βολεύουν ιδιαίτερα τα ελαφριά κυπρινοκάλαμα και τα μεσαίου βάρους feeder rod. Ούτε πολύ βαρετά ούτε πολύ ελαφριά, γρήγορης δράσης με μέσο c.w., κάπου γύρω στα 40 με 60 γραμμάρια και 4 με 4.5 μέτρα μήκος, το οποίο μήκος βολεύει πολύ στο κάρφωμα και κυρίως στο στήσιμο, ώστε να βγεις μπροστά από ξερόχορτα, θάμνους και άλλα εμπόδια που βρίσκουμε συνέχεια μπροστά μας μέσα στο νερό. Επίσης, στην περίπτωση που ψαρεύεις με συρόμενο φελλό και θέλεις να πάρεις μια σεβαστή απόσταση, η μαλακή μύτη ευκολύνει τη βολή μας, αφού έτσι μπορείς να βάλεις δύναμη με το καλάμι να φορτώνει σταδιακά χωρίς να σχιστεί και να φύγει από πάνω το δόλωμα. Μια χαρά δουλειά θα κάνουν και τα κλασσικά match rod. Αν, όμως, θέλουμε να βάλουμε για δόλωμα μια μεγάλη κοκκινοφτέρα των 100 γραμμαρίων στοχεύοντας σε μεγάλο λαβράκι, τότε θα έχουμε πρόβλημα και ακριβώς εδώ είναι που θα χρειαστούμε το ελαφρύ κυπρινοκάλαμο, ή τέλος πάντων κάτι αρκετά πιο δυνατό.

Η μηχανή που θα βάλουμε πάνω στο καλάμι μας είναι καλό να έχει και δεύτερα φρένα, τα λεγόμενα baitrunner, και να είναι ενός μεγέθους που να ισορροπεί καλά με το καλάμι που θα πάρουμε, κάπου 4000 με 5000. Αν κρίνουμε ότι χρειάζεται ακόμη πιο μεγάλη μηχανή, τότε ό, τι εξοπλισμό έχει ο καθένας στη διάθεσή του, ας τον αξιοποιήσει όσο καλύτερα του επιτρέπουν οι συνθήκες.

Τη μηχανή μας αυτή θα την φορτώσουμε με 20μμ διάμετρο μισίνα στο ένα spool και με 35μμ διάμετρο στο δεύτερο spool. Με την 20άρα θα ψαρέψουμε τις πέστροφες και με την 35άρα όλα τα υπόλοιπα. Και πάλι, αν σε κάποιον δεν ακούγεται σωστό είτε βρίσκει την 35άρα πολύ χοντρή, ας πάει σε 25άρα ή σε ό, τι άλλο πιστεύει ο καθένας πως θα δουλέψει καλύτερα. Όσα γράφουμε εδώ είναι απλές «συμβουλές» που πηγάζουν μέσω της προσωπικής εμπειρίας και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν κανόνες ή χρυσές συνταγές.

Όσο αφορά το υλικό της μισίνας μας, οι fluorocarbon μισίνες που χρησιμοποιούν κατά κόρον στο match fishing είναι πολύ καλές και ανθεκτικές. Ωστόσο, υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα, αφού όλες αυτές οι μισίνες έχουν γρήγορη βύθιση. Σε αυτού του είδους ψάρεμα με φελλό δεν ακολουθούμε τις τακτικές που ακολουθούνται κατά ένα τυπικό ψάρεμα με φελλό για βοσκόψαρα, όπου ψαρεύεις σε καθαρές περιοχές, ρίχνεις και βγάζεις το δόλωμα κάθε λίγο και παίζεις με τα ψάρια δολώνοντας διαφόρων ειδών σκουλήκια. Όταν δολώσεις και ρίξεις ανάμεσα σε κλαδιά και θάμνους ένα κοκκινόφτερο των 50 γραμμαρίων, εκεί που θα πέσει το δόλωμα, εκεί το θες να μείνει και να κάτσει έως και μισή ώρα. Ακόμη και μόνο για 15 με 20 λεπτά να μείνει μέσα, εάν η μισίνα μας βυθίζεται γρήγορα, τότε η κοιλιά που θα κάνει από κάτω στο κέντρο της απόστασης, από τη μύτη του καλαμιού μέχρι το φελλό, θα είναι πολύ μεγάλη και το πιο πιθανόν να σκαλώσει κιόλας από κάτω. Από την άλλη, είναι καλύτερα από το να βάλεις νήμα, το οποίο επιπλέει και το οποίο θα σου παρασέρνει εντελώς ο άνεμος δεξιά ή αριστερά.

Είναι λίγο δύσκολο το ζήτημα σε αυτό το σημείο αλλά νομίζω πως αν πειραματιστεί κάποιος και με monofilament μισίνες, κάπου θα βρει την άκρη, αφού στην ουσία γυρεύουμε κάτι που να έχει ουδέτερη πλεύση ή τουλάχιστον να είναι ελαφρώς, ελαφρώς βυθιζόμενο. Δεν έχω βρει ακόμη την τέλεια μισίνα για τη δουλειά αυτή, πάντως, αν πας με fluorocarbon, θα πρέπει να έχεις υπόψη πως κάθε πέντε λεπτά μάξιμουμ θα πρέπει να μαζεύεις τα λάσκα για να μην ακουμπάει η μισίνα στο βυθό ή στα κλαδιά από κάτω. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή μετακίνηση του δολώματός σου από το σημείο που θες να βρίσκεται με επακόλουθο ότι θα πρέπει να το βγάζεις και να ξανακάνεις βολή στο σημείο σε 4πλάσια συχνότητα από το κανονικό κι ως εκ τούτου, θα χρειασθείς περισσότερα δολώματα, καθώς το κοκκινόφτερο δεν αντέχει και πολύ τα βγάλε-ρίξε κάθε λίγο.

Πάμε στα παράμαλλα τώρα!

Για ψάρεμα με σταθερό φελλό για πέστροφες θα βάλουμε από ένα μέχρι ενάμισι μέτρο παράμαλλο από fluorocarbon leader material, 18 με 20μμ διάμετρο.

Με αγκίστρι ανάλογο του μεγέθους του δολώματός μας. Αυτό που πρέπει να έχουμε υπόψη είναι πως η πέστροφα αγκιστρώνεται ιδιαίτερα εύκολα, αφού καταπίνει αμέσως το δόλωμα, χωρίς να το κρατήσει στα σαγόνια της, όπως κάνει το ζάντερ ή η τούρνα. Το δύσκολο με αυτό το είδος είναι αφότου την καρφώσεις να μείνει πάνω αγκιστρωμένη, αφού η μάχη που θα δώσει είναι απίστευτη, με συνεχόμενα ψηλά άλματα. Γι’ αυτό το λόγο θέλουμε ανοιχτά αγκίστρια, carp hooks που θα μπουν βαθιά και θα κρατήσουν το ψάρι.

Γι’ αυτούς που έχουν ξαναχρησιμοποιήσει circle hooks και ξέρουν πότε πρέπει να καρφώσουν για να πιαστεί το ψάρι σωστά δεν υπάρχει καλύτερη επιλογή, αφού όσο και να χτυπιέται το ψάρι, δεν φεύγει από πάνω με τίποτα. Για όσους δεν έχουν εμπειρία, όμως, με αυτά τα αγκίστρια και θέλουν να τα δοκιμάσουν, θα πρέπει να θυμούνται, ότι αφότου πάρει το δόλωμα η πέστροφα και αρχίσει να τρέχει, πρέπει να την αφήσουν να γυρίσει προς τα κάτω και να πάρει 2-3 μέτρα μισίνα, μετά να κλείσουν τα baitrunner και να καρφώσουν. Αν καρφώσουν πολύ γρήγορα, θα της βγάλουν το αγκίστρι από το στόμα.

Στο λαβράκι τώρα:

Αγκίστρι, μέγεθος πάντα αναλόγως του δολώματος. Δολώνουμε είτε από την πλάτη είτε από τα χείλη του ψαριού. Προσωπικά, προτιμάω να δολώνω από το κεφάλι βάζοντας το αγκίστρι από το στόμα και βγάζοντάς το από το μάγουλο του ψαριού. Λόγω του ότι το λαβράκι σχεδόν πάντα πάει για το κεφάλι, είναι σαφώς πιο εύκολο να αγκιστρωθεί με αυτό τον τρόπο ειδικά εάν χρησιμοποιείται circle hook..

Το παράμαλλο για το λαβράκι σε σταθερό φελλό είναι είτε το ίδιο με αυτό της πέστροφας σε μήκος και διάμετρο είτε λίγο μακρύτερο, μέχρι και δυο-δυόμισι μέτρα. Το να επιλέξεις το σωστό μήκος στο παράμαλλο μπορεί να εξαρτηθεί από διάφορους παράγοντες. Μια πολύ καλή τακτική, εάν έχει κάτω χόρτο ο βυθός, είναι να βυθομετρήσουμε και να βάλουμε τόσο παράμαλλο, ώστε το δόλωμά μας να βρίσκεται 20-30 εκατοστά πάνω από τη βλάστηση του βυθού. Αυτό θα βλέπει το χόρτο από κάτω και θα προσπαθεί διαρκώς να μπει μέσα να κρυφτεί, αλλά το παράμαλλο δεν θα φτάνει για κάτι τέτοιο κι έτσι θα βρίσκεται διαρκώς σε αυτό τον αγώνα. Η διαρκής αυτή προσπάθεια του δολώματός μας, οι σπασμωδικές αυτές κινήσεις δημιουργούν ένα συνεχές σήμα απόγνωσης και στρεσαρίσματος στη γύρω περιοχή κι αυτό είναι σίγουρα κάτι που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο από τα γύρω αρπακτικά.

Μπορούμε να βάλουμε όσο μεγάλο παράμαλλο θέλουμε, στην πραγματικότητα όμως θα βάλουμε όσο μας επιτρέπει το μήκος του καλαμιού μας. Παρά να το παρακάνουμε, ίσως είναι καλύτερα να πάμε με συρόμενο φελλό, όχι για τίποτα άλλο, απλώς να μην βασανιζόμαστε άδικα από μόνοι μας.

Πέρα από το να βάζεις το δόλωμά σου στον κόπο να προσπαθεί συνεχώς να κρυφτεί εις μάτην, υπάρχουν και διάφορες άλλες τακτικές για μια πιο δελεαστική παρουσίαση του δολώματός μας, ειδικά αν πρόκειται για μεγάλη τούρνα ή λαβράκι, όπως ο μερικός ακρωτηριασμός ενός μεγάλου δολώματος. Όλα αυτά όμως ακούγονται αρκετά άσχημα, γι’ αυτό δεν θα μπω σε λεπτομέρειες. Απλώς να πω έτσι στα γρήγορα πως με ένα καλά αιχμηρό ψαλίδι, εάν κόψεις την ουρά του δολώματος, εκτός από το αίμα που θα αφήνει σταδιακά μέσα στο νερό δημιουργώντας ένα κύμα έλξης για όλους τους περαστικούς κυνηγούς, οι κινήσεις που θα κάνει το δόλωμα μας, πολύ απλά θα αποτελούν κινήσεις ενός τραυματισμένου ψαριού, πολύ ευάλωτου και ανήμπορου, ακριβώς αυτό που ψάχνει το μεγάλο, χοντρό και νωχελικό αρπαχτικό, το οποίο σε τέτοια ηλικία και βάρος που έχει φτάσει θυμίζει περισσότερο πτωματοφάγο καιροσκόπο παρά κυνηγό, αφού αντί να βγει έξω να κυνηγήσει το ψιλό, κάθεται και περιμένει να βρεθεί μπροστά του κάποιο μεγάλο σε ηλικία, άρρωστο ή τραυματισμένο ψάρι. Αυτή την τακτική την εφαρμόζουμε περισσότερο κατά τους χειμερινούς μήνες χρησιμοποιώντας πολύ μεγάλα ψάρια για δόλωμα.

Για την τούρνα όλα θα γίνουν με τον ίδιο τρόπο, μόνο που μετά από το 25μμ παράμαλλό μας, θα μπει και ένα κομμάτι σύρμα, όσο πιο λεπτό γίνεται, ώστε να μην γίνεται αντιληπτό από το ψάρι. Διότι, όσο και να λέμε πως η τούρνα είναι ο πιο αδίστακτος κυνηγός, υπάρχουν φάσεις που παρουσιάζει και αυτή τις ιδιοτροπίες της.

Δόλωμα;

Για την πέστροφα είναι τα κοκκινόφτερα από πέντε μέχρι δέκα εκατοστά. Μπορούμε όμως να δολώσουμε και μεγαλύτερες, ειδικά εάν ξέρουμε πως έχουν βγει έξω οι πραγματικά μεγάλες.

Για το λαβράκι, βατράχια όλων των μεγεθών, δολωμένα από την κάτω σιαγόνα, καραβίδες όσο πιο μικρές τόσο το καλύτερο, δολωμένες πάντα από την άκρια της ουράς και τέλος, η κοκκινοφτέρα και η βλίκα, από δέκα μέχρι εικοσιπέντε εκατοστά είναι ότι πρέπει. Ηλιόψαρα θα δολώσουμε πολύ μικρότερα, αφού το σχήμα τους είναι τέτοιο που δυσκολεύει την όλη κατάσταση. Από πέντε μέχρι δεκαπέντε εκατοστά είναι κατάλληλα για δόλωμα, αφότου όμως τους έχουμε κόψει όλο το ραχιαίο πτερύγιο με δυνατό ψαλίδι.

Για την τούρνα, ότι να’ ναι όπως να’ ναι. Τα πάντα όλα.

Θυμίζω, στο επόμενο άρθρο, ψάρεμα για ζάντερ (λουτσιόπερκα) και όλα τα υπόλοιπα είδη με συρόμενο φελλό στα βαθιά.

Μέχρι τότε, καλά να περνάτε και καλή δύναμη σε όλους!! 

Σε τέτοιους καιρούς απόγνωσης που ζούμε, αν δεν πας ψάρεμα δεν βρίσκεις την ίσια σου, γι’ αυτό, εξορμήστε! Πηγαίνετε για ψάρεμα και αφήστε τα υπόλοιπα πίσω.